περιφορητοί

περιφορητοί
περιφόρητος
masc/fem nom/voc pl
περιφορητός
portable
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιφόρητοι — περιφόρητος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαγής — ές, ΝΑ αδιάσπαστα συμπεπηγμένος σε ένα σώμα νεοελλ. 1. στερεός και πυκνός («συμπαγής μάζα») 2. ενωμένος με ισχυρούς δεσμούς («συμπαγές κόμμα») 3. φρ. «συμπαγής χώρος» μαθημ. ο χώρος για κάθε ανοιχτή κάλυψη τού οποίου υπάρχει μια πεπερασμένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”